- νειοτομευς
- νειοτομεύςνειο-τομεύς-έως ὅ взрезающий пашню, т.е. плуг Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
νειοτομεύς — νειοτομεύς, έως, ὁ (Α) (για το άροτρο) αυτός που οργώνει χέρσα γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νειός «αγρός» + τομεύς (< τέμνω), πρβλ. ιατρο τομεύς, περι τομεύς] … Dictionary of Greek
νειοτομῆα — νειοτομεύς one who breaks up a fallow masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)